ὀλιγανάφορος

ὀλιγανάφορος
ὀλῐγ-ανάφορος, ον,
A quick in rising, of a zodiacal sign, Vett. Val.136.7, Heph.Astr.2.11, Ps.-Ptol.Centil.52.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολιγανάφορος — ὀλιγανάφορος και ὀλιγοανάφορος, ον (Α) (για ζωδιακό σημείο) αυτός που εγείρεται, που φέρεται προς τα πάνω με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αναφορά «κίνηση προς τα πάνω» (πρβλ. βραδυ ανάφορος, πολυ ανάφορος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγαναφόροις — ὀλιγανάφορος quick in rising masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαναφόρων — ὀλιγανάφορος quick in rising masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγανάφορα — ὀλιγανάφορος quick in rising neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαναφορία — ὀλιγαναφορία και ὀλιγοαναφορία, ἡ (Α) [ολιγανάφορος] (για ζωδιακό σημείο) (σχόλ.) η ταχύτητα στην έγερση …   Dictionary of Greek

  • ολιγοανάφορος — ὀλιγοανάφορος, ον (Α) βλ. ολιγανάφορος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”